Η βασίλισσα πρόσταξε τον Φιλόστρατο να πάρει τον λόγο. Ο Φιλόστρατος, γελώντας, άρχισε να λέει: θα σας διηγηθώ μια πολύ σύντομη ερωτική ιστορία, που ύστερα από μερικές στιγμές θυμού και ντροπής, ανάκατης με φόβο, τελειώνει με γάμους και χαρές.
Δεν πάει πολύς καιρός, αξιότιμες κυρίες μου, που ζούσε στη Ρομανία ένας ιππότης πλούσιος κι από αρχοντική γενιά, ο μεσέρ Λίτσιο ντα Βαλμπόνα, που κοντά στα γηρατειά του πια, η γυναίκα του η ντόνα Τζακομίνα του έδωσε μια κόρη. Αυτή η κόρη, μεγαλώνοντας, έγινε η πιο χαριτωμένη και όμορφη κοπέλα του τόπου κι όπως είχε μείνει μοναχοπαίδι, το αντρόγυνο την υπεραγαπούσε και την είχε μη στάξει και μη βρέξει, με την ελπίδα πως θα της βρισκόταν κάποιος σπουδαίος γαμπρός.
Στο σπίτι του μεσέρ Λίτσιο σύχναζε τακτικά, σαν δικός τους άνθρωπος, ένας νέος, ωραίος και δροσάτος, από την οικογένεια των Μανάρντι ντα Μπρετινόρο, που τον έλεγαν Ρικάρντο και που ο μεσέρ Λίτσιο και η γυναίκα του τον επέβλεπαν περισσότερο απ’ ό,τι θα επέβλεπαν ένα γιο τους. Μα ο Ρικάρντο πρόσεξε την ομορφιά της, τους γοητευτικούς τρόπους και τη χάρη της κι καθώς η κοπελίτσα ήταν σε ηλικία γάμου, την ερωτεύτηκε τρελά, μα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει κρυφό τον έρωτά του. Η κοπέλα όμως το πήρε είδηση, δεν έκανε τίποτα για να τον αποθαρρύνει, και μάλιστα τον αγάπησε κι αυτή, προς μεγάλη χαρά του Ρικάρντο. Πολλές φορές ήταν στο νυν και αεί να της ξομολογηθεί τον έρωτά του, μα όλο δίσταζε και σώπαινε. Μια μέρα, ωστόσο, μάζεψε όλο το θάρρος και της είπε:
«Κατερίνα, σε ικετεύω, μη με κάνεις να πεθάνω από αγάπη».
Κι εκείνη του αποκρίθηκε αμέσως: «Ο Θεός να δώσει να μη με κάνεις εσύ να πεθάνω».
Αυτή η χαριτωμένη απάντηση ενθάρρυνε πολύ τον Ρικάρντο, που της είπε:
«Τίποτα δεν υπάρχει που να μην το κάνω για το χατίρι σου, μα είναι στο χέρι σου να βρεις τον τρόπο για να σώσεις τη ζωή σου και τη δική μου».
«Ρικάρντο» του λέει τότε, «βλέπεις πόσο με επιτηρούν. Με τις δικές μου δυνατότητες, δε βλέπω με ποιο μέσον θα μπορούσες να ‘ρθεις στην κάμαρά μου. Αν βρεις όμως κάποιο τρόπο ν’ ανταμώσουμε δίχως να χάσω την υπόληψή μου, πες μου τον, και θα συμμορφωθώ».
Ο Ρικάρντο , που στριφογύριζε πολλά σχέδια στο νου του, είπε ξαφνικά:
«Γλυκιά μου αγάπη, έναν τρόπο βλέπω μονάχα: θα χρειαστεί να κοιμάσαι ή, τουλάχιστον, ν’ ανεβαίνεις στην ταράτσα που είναι προς το μέρος του κήπου. Όταν θα ξέρω πως θα’ σαι εκεί, θα τα καταφέρω να σκαρφαλώσω, όσο ψηλά κι αν είναι».
«Αν έχεις το θάρρος να σκαρφαλώσεις, νομίζω πως θα βρω τον τρόπο να κοιμάμαι εκεί πάνω».
Ο Ρικάρντο της το επιβεβαίωσε. Τότε, φιλήθηκαν μονάχα μια φορά στα κλεφτά και χώρισαν. Την κατοπινή μέρα – πλησίαζε κιόλας να τελειώσει ο Μάης – η Κατερίνα άρχισε να παραπονιέται στην μητέρα της πως την περασμένη νύχτα η ζέστη δεν την είχε αφήσει να κοιμηθεί. «Κόρη μου» είπε αυτή, «για ποια ζέστη μου μιλάς; Δεν κάνει καθόλου ζέστη». «Μητέρα» αποκρίθηκε η Κατερίνα, «θα ‘πρεπε να ‘χετε προσθέσει: όπως μου φαίνεται. Και τότε θα ‘χατε δίκαιο. Γιατί πρέπει να σκεφτείτε πως οι κοπέλες ζεσταίνονται πιο εύκολα από τις ηλικιωμένες».
«Κόρη μου, αυτό είναι αλήθεια. Μα δεν μπορώ να κανονίσω τη ζέστη και το κρύο κατά το κέφι μου, όπως φαίνεται να θέλεις. Πρέπει να υπομένεις τη θερμοκρασία της κάθε εποχής. Ίσως απόψε να κάνει πιο δροσιά και να κοιμηθείς καλύτερα».
«Ο Θεός να δώσει!» είπε η Κατερίνα. «Μα οι νύχτες δε συνηθίζουν να δροσίζουν όσο πάμε προς το καλοκαίρι».
«Και λοιπόν, τι θέλεις να κάνω;»
«Αν είχα την άδεια του πατέρα μου και τη δική σας, θα ‘λεγα να μου βάλουν ένα κρεβατάκι στην ταράτσα που είναι πλάι στην κάμαρα του πατέρα μου, προς το μέρος του κήπου. Εκεί θα κοιμόμουν και θ’ άκουγα να κελαηδάει το αηδόνι. Θα’ ταν πιο δροσιά και θα κοιμόμουν καλύτερα απ’ ό,τι μέσα στην κάμαρά σας».
«Ησύχασε, κόρη μου» είπε η μητέρα της. «Θα μιλήσω του πατέρα σου και θα κάνουμε ό,τι πει εκείνος».
Σαν έμαθε την επιθυμία της κόρης του από τη γυναίκα του, ο μεσέρ Λίτσιο, που εξαιτίας της ηλικίας ήταν λιγάκι παράξενος, γκρίνιαξε:
«Τι είναι πάλι αυτή η ιστορία με το αηδόνι, που της χρειάζεται να το ακούει για να κοιμηθεί; Εγώ θα την κάνω να κοιμάται το απομεσήμερο με το τραγούδι του τζίτζικα».
Σαν το’ μαθε η Κατερίνα, δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα – περισσότερο απ’ τη φούρκα της, παρά εξαιτίας της ζέστης – και το χειρότερο, δεν άφησε ούτε τη μητέρα της να κοιμηθεί, απ’ το παράπονό της πως πήγαινε να σκάσει. Η μητέρα της, που την άκουγε όλη νύχτα, πήγε το πρωί στον μεσέρ Λίτσιο και του είπε:
«Μεσέρ, δεν την αγαπάτε όσο πρέπει την κόρη σας. Τι σας πειράζει να κοιμάται στην ταράτσα; Όλη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι της – τόσο πολύ ζεσταινόταν. Κι έπειτα, γιατί σας φαίνεται παράξενο πως της αρέσει ν’ ακούει το αηδόνι; Είναι νεαρούλα. Τους νέους τους τραβάει ό,τι τους μοιάζει».
«Καλά, λοιπόν:» είπε ο μεσέρ Λίτσιο. «Ας της βολέψουμε ένα κρεβάτι εκεί πάνω, ας βάλουμε μια κουρτίνα ολόγυρα, κι ας ακούει όσο θέλει το αηδόνι να κελαηδάει».
Σαν έμαθε την πατρική απόφαση, η Κατερίνα έβαλε να στήσουν βιαστικά ένα κρεβάτι, κι όπως θα κοιμόταν εκεί την ίδια νύχτα, περίμενε να δει τον Ρικάρντο, και του’ κανε το συμφωνημένο νόημα για να του δώσει να καταλάβει πως έπρεπε να ετοιμαστεί. Ο μεσέρ Λίτσιο, σαν είδε πως η κόρη του πήγε να κοιμηθεί, έκλεισε την πόρτα της κάμαράς του που έβγαζε στην ταράτσα, και πλάγιασε κι ο ίδιος. Ο Ρικάρντο, βλέποντας πως παντού βασίλευε ησυχία, ανέβηκε στον τοίχο με μια σκάλα, και από κει, χρησιμοποιώντας τις πέτρινες προεξοχές άλλου τοίχου, με μεγάλο κόπο και με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστεί, έφτασε στην ταράτσα. Η κοπέλα τον δέχτηκε δίχως να βγάλει μιλιά, αλλά με τη μεγαλύτερη χαρά, κι αφού αντάλλαξαν πολλά φιλιά, χώθηκαν στο κρεβάτι και πέρασαν ολόκληρη σχεδόν τη νύχτα παραδομένοι στην αμοιβαία ηδονή τους, κάνοντας πολλές φορές να κελαηδήσει το αηδόνι. Η ηδονή τους ήταν μεγάλη, μα οι νύχτες μικρές. Πλησίαζε να ξημερώσει δίχως να το πάρουν είδηση, κι όπως είχαν ζεσταθεί από τα κουνήματα και τα γλυκά τους αγκαλιάσματα – ήταν κι ο καιρός ζεστός – αποκοιμήθηκαν ξεσκέπαστοι, με την Κατερίνα να’ χει περασμένο το δεξί της μπράτσο κάτω απ’ το λαιμό του Ρικάρντο, και με το ζερβό της χέρι να κρατάει σφιχτά εκείνο το πραγματάκι που ντρέπεστε, κυρίες μου, να ονοματίσετε μπροστά στους άντρες. Σ’ αυτή τη στάση τους βρήκε κοιμισμένους η μέρα, δίχως να τους ξυπνήσει.
Στο μεταξύ, σηκώθηκε ο μεσέρ Λίτσιο, θυμήθηκε πως η κόρη του είχε περάσει τη νύχτα στην ταράτσα, κι άνοιξε αθόρυβα την πόρτα… (συνεχίζεται)
μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Η Καθηγήτρια & συγγραφέας Τίνα Ζωγοπούλου “Θυμάται…”
Γεννήθηκα στη Ζάκυνθο, όπου έζησα ως τα 13. Φοίτησα (αλλά δεν αποφοίτησα) και στο Αρσάκειο Πάτρας. Αποφοίτησα από δημόσιο λύκειο της Αθήνας. Έφυγα για τη Φλωρεντία για να σπουδάσω Φαρμακευτική. Γύρισα έχοντας σπουδάσει Φιλολογία.
Συχνά επαναλαμβάνω ότι πρέπει να αφήνουμε τους νέους ελεύθερους να σπουδάσουν αυτό που θέλουν γιατί “το επάγγελμα είναι γάμος χωρίς διαζύγιο”.
Γύρισα στην Ελλάδα και ρίχτηκα με τα μούτρα στη διδασκαλία των ιταλικών. Φέτος γιορτάσαμε τα 30 χρόνια του Κέντρου Ξένων Γλωσσών “Perugia”. Το 1989, οι μαθητές -ιταλικών τότε- ήταν ήδη πολλοί και μη προλαβαίνοντας να τους τα πω αποφάσισα να τους τα γράψω. Πέρασα λοιπόν στη συγγραφή βιβλίων για την εκμάθηση της ιταλικής. Δεν απευθύνθηκα σε κάποιον εκδότη, αλλά αποφάσισα να εκδώσω τον εαυτό μου. Έτσι γεννήθηκε και ο εκδοτικός οίκος.
Τα τελευταία 7 χρόνια έγινε ένα άνοιγμα στα τουρκικά, ρωσικά, κινέζικα και αραβικά. Με συναρπάζει και με διασκεδάζει όλη αυτή η ιστορία. Μιλάω τέσσερις δυτικές γλώσσες, αλλά η τελευταία μεγάλη πρόκληση ήταν τα τουρκικά και η επόμενη νομίζω ότι θα είναι τα ρώσικα. Έχω δύο γιούς, τον Ιάσονα και τον Ορέστη που θα με διαδεχτούν επάξια.
…την πληγή που άνοιξα: ελπίζω να έκλεισα περισσότερες πληγές απ’ όσες άνοιξα. Έδωσα χαρά σε πολλούς ανθρώπους. Συντροφιά, γνώση, δουλειά, ενδιαφέροντα. Μπορεί άθελά μου να πλήγωσα και κάποιους. Το Εγώ είναι το μεγαλύτερο θηρίο. Μας καταδυναστεύει, μας τυφλώνει. Ειδικά όταν είμαστε νέοι.
Επιμέλεια: Βίκυ Μπαφατάκη & Αντώνης – Μάριος Παπαγιώτης
Δεν έχει σημασία αν γεννήθηκα στη Ζάκυνθο και σπούδασα στη Φλωρεντία. Αν δίδαξα πολλές χιλιάδες ώρες την ιταλική γλώσσα σε άπειρους μαθητές. Αν έγραψα βιβλία μέσα από τα οποία έμαθαν ιταλικά δυο γενιές Ελλήνων κι αν κατάφερα μέσα από τις νεότερες εκδόσεις μου να υποστηρίξω το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα ισπανικά, τα τουρκικά, τα ρωσικά, τα κινέζικα, κ.α. Αν μιλάω δυο-τρεις δυτικές γλώσσες και τα τουρκικά. Αν πρόσφατα προσέγγισα ως άνθρωπος κι επιχειρηματίας τη ρωσική, μια γλώσσα και μια κουλτούρα άρρηκτα συνδεδεμένες πολιτισμικά, εμπορικά και συναισθηματικά, με την ελληνική ψυχοσύνθεση, ιστορία αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα, μέσα από την έκδοση και κυκλοφορία της «Ρωσικής Γραμματικής στα ελληνικά». Είναι κάτι που αγαπώ και με διασκεδάζει. Πολλές φορές σκέπτομαι –με λίγη ενοχή– ότι μέχρι τώρα έκανα ό,τι μου άρεσε. Με απόλυτη ελευθερία. Δεν πρόκειται για κάποια προσφορά ή θυσία από μέρους μου. Απλά, κατά σύμπτωση, έτυχε απ’ όλο αυτό να ωφεληθούν και κάποιοι άλλοι.
Η απόλυτη ευτυχία για σένα είναι;
Να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Να με καταλαβαίνουν και να τους καταλαβαίνω. Εις βάθος.
Η τελευταία φορά που ξέσπασες σε γέλια;
Το καλοκαίρι σε μια παραλία της Χαλκιδικής όταν η ελληνίδα κυρία με τα επώνυμα γυαλιά και τα ευτραφή οπίσθια «στόλισε» σε άψογα ελληνικά τη ρωσίδα τουρίστρια γιατί ο σκύλος της τελευταίας, βγαίνοντας από τη θάλασσα, τινάχτηκε και την πιτσίλισε. Τρομοκρατημένη όλη η οικογένεια (σύζυγος, σκύλος και τα αγγελόμορφα Ρωσάκια τα μάζεψαν κι εξαφανίστηκαν). Γέλασα για να μην κλάψω γιατί χάσαμε την αγωγή μας, θα χάσουμε και τον τουρισμό.
Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σου είναι;
Τελειομανία. Κι όταν δώσω το λόγο μου, συνέπεια. Δεν αγαπώ το άδικο.
Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;Στα μη κακόβουλα. Που ο άλλος τα παραδέχεται και ζητά συγγνώμη με αφοπλιστικό και ειλικρινές χαμόγελο.
Ο αγαπημένος σου συνθέτης;
Ο συνθέτης κι άνθρωπος Χατζιδάκις κι ο Ennio Morricone.
Το τραγούδι που σφυρίζεις κάνοντας ντους;
Δεν ξέρω να σφυρίζω. Σιγοτραγουδώ πάντως ή χαμογελώ σαν χαιρετισμό στην καινούργια ημέρα.
Το βιβλίο που σε σημάδεψε;
Πολλά. Στο δημοτικό διάβασα όλα τα μυθιστορήματα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Στα δεκατέσσερα τον «Αλέξη Ζορμπά». Το ξαναδιαβάζω κάθε δυο–τρια χρόνια και χαίρομαι που κοντοστέκομαι ακόμη στις φράσεις που είχα υπογραμμίσει τότε.
Ο αγαπημένος σου ζωγράφος;
Ο El Greco και πολλοί άλλοι. Ο καθένας με το δικό του τρόπο είναι ο “υπηρέτης των Μουσών” γι’ αυτό και γίνεται ο “αφέντης των συναισθημάτων μας”.
Το αγαπημένο σου χρώμα;
Αγαπώ το μαύρο. Να το φοράω, ειδικά όταν κάνω πνευματική εργασία. Συγκεντρώνομαι καλύτερα. Και να περιβάλλομαι από το κόκκινο. Το πορφυρό.
Ποια θεωρείς ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σου;
Δύο «έργα» ξεχωρίζω. Τον Ιάσονα και τον Ορέστη. Αν θεωρούνται ή θα θεωρηθούν «επιτυχία» δεν ξέρω. Πάντως, εγώ έκανα ό,τι ήξερα κι ό,τι καλύτερο μπορούσα.
Το αγαπημένο σου ποτό;
Πίνω σπάνια. Προτιμώ κάτι δυνατό (ουϊσκι, ρακί, βότκα) κατά προτίμηση με ελαφρύ στομάχι για να παρακολουθώ την πορεία του αλκοόλ μέσα στον εγκέφαλο.
Για ποιο πράγμα μετανιώνεις περισσότερο;
Δεν θα έλεγα “μετανιώνω” γιατί κάθε δράση μας ή αντίδρασή μας είναι κάτι που τη δεδομένη στιγμή επιλέξαμε να κάνουμε ή να πούμε. Οι επιλογές μας είναι ιερές. Μαθήματα παίρνω. Αυτό ναι. Και προσπαθώ κάποια “λάθη” να μην τα επαναλαμβάνω. Τουλάχιστον όχι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Τι απεχθάνεσαι περισσότερο απ’ όλα;
Είμαι θύμα της αισθητικής. Απεχθάνομαι την κακή εμφάνιση, τη χυδαία συμπεριφορά. Τον κακό λόγο. Τις ανορθογραφίες. Την αρνητική σκέψη. Τη σύγκρουση, λεκτική και μη, μεταξύ των ανθρώπων. Όταν θυμώνουν οι άνθρωποι φωνάζουν γιατί οι καρδιές είναι μακριά και δεν ακούει η μία την άλλη. Γιατί όταν οι καρδιές είναι κοντά οι άνθρωποι ψιθυρίζουν. Αν σκεφτούμε ότι οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές συγκρούονται για τις λέξεις κι όχι για την ουσία, αντιλαμβανόμαστε πόσο μάταιη είναι η σύγκρουση αυτή.
Ποια είναι η αγαπημένη σου ασχολία;
Να διαβάζω βιβλία. Να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους. Να πίνουμε καφέ και να κουβεντιάζουμε. Γενικά και ειδικά θέματα. Να μαθαίνω καινούργιες γλώσσες, καινούργιες λέξεις. Είμαι “λεξιλάγνος”. Η ταλαιπωρία των λέξεων με λυτρώνει. Αν εμβαθύνουμε στην ετυμολογία γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Η ίδια η σοφία μάς επισκέπτεται μέσω των λέξεων. Οι λέξεις είναι η πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο μεγαλύτερος φόβος σου;
Να χάσω την αξιοπρέπειά μου.
Σε ποια περίπτωση επιλέγεις να πεις ψέματα;
Κυρίως όταν οι αλήθειες είναι πολύ πικρές κι όχι τόσο από τον φόβο των συνεπειών.
Ποιο είναι το μότο σου;
“Labor omnia vincit” = «Η εργασία τα πάντα νικά». Η εργασία είναι ιερή. Σε εξευγενίζει και σε ανυψώνει. Η εργασιοθεραπεία είναι το φάρμακο και της ερωτικής απογοήτευσης. Σε προφυλάσσει από τον υπερκαταναλωτισμό. Αρρωσταίνεις λιγότερο, ζεις περισσότερο.
Πώς θα επιθυμούσες να πεθάνεις;
Με νεανικό μυαλό. Με επίγνωση. Διαβασμένη και προετοιμασμένη.
Εάν συνέβαινε να συναντήσεις το Θεό, τι θα ήθελες να σου πει;
Ότι χαίρεται γιατί πορεύτηκα καλούτσικα. Να μου πει ένα μικρό μπράβο τελοσπάντων. Και ας μη μου απονείμει βραβείο ή έπαινο.
Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεσαι αυτόν τον καιρό;
Το μυαλό μου είναι «γκαστρωμένο» αυτή την εποχή. Δε ξέρω τί θα βγει αλλά είναι ζήτημα χρόνου. Επίσης, διαβάζω ανατολική φιλοσοφία. Κάνω γιόγκα και διαλογισμό. Είμαι σε έναν εσωτερικό διάλογο, σε ένα μονοπάτι αυτογνωσίας και συνειδητότητας. Νιώθω όλο και καλύτερα.