ΑΡΩΜΑΤΑ. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έτριβαν το δέρμα τους με λάδια και αρώματα επειδή η δυσοσμία του σώματος ήταν ένδειξη αμαρτίας. Τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους έναν κώνο, ποτισμένο με μια γλυκιά αλοιφή, που τις ζεστές νύχτες έλιωνε αργά πάνω στα μαλλιά τους. Ράντιζαν τα ρούχα τους με άρωμα φτιαγμένο από μύρο, λιβάνι και αρωματικά φυτά. Οι κυρίες μασούσαν χάπια από μέλι για να έχουν γλυκιά αναπνοή.
ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΟΥΚΕΣ. Έβαφαν τα μαλλιά τους με χένα. Πολλές Αιγύπτιες που ξύριζαν τα κεφάλια τους ή είχαν κοντά μαλλιά φορούσαν περούκες με πλούσιες μπούκλες ή στολισμένες με χάντρες. Τα προσκεφάλια των κρεβατιών τους κρατούσαν τον αυχένα σε σχήμα ημισελήνου. Έτσι δε χαλούσε το χτένισμα των γυναικών. Οι γυναίκες έβγαζαν τα φρύδια τους και οι αξιωματούχοι της Αυλής συχνά φορούσαν ψεύτικες κοντές γενειάδες, αν και οι περισσότεροι άνδρες ήταν καλοξυρισμένοι. Οι ιερείς ξύριζαν όλο το κεφάλι τους και το σώμα. Τα κεφάλια των παιδιών ήταν ξυρισμένα. Άφηναν μόνο μια μακριά πλεχτή αλογοουρά στο πλάι, την «αλογοουρά της νεότητας». Αν και φορούσαν όλοι περούκες, δεν ήθελαν να αποκτήσουν φαλάκρα. Για να το αποφύγουν έτριβαν το κεφάλι τους με διάφορα παρασκευάσματα, όπως κοπριά γκαζέλλας και λίπος ιπποπόταμου.
ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στόλιζαν όλο τους το σώμα, με κάθε είδους κοσμήματα, από σκουλαρίκια μέχρι βραχιόλια στους αστραγάλους. Κοσμήματα φορούσαν όλοι: πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και μερικά ιερά ζώα! Τα ακριβά κοσμήματα κατασκευάζονταν από χρυσό και ημιπολύτιμες πέτρες. Τα πιο φτηνά ήταν από γυαλί και φαγεντιανή (πορσελάνη). Συχνά είχαν διπλή λειτουργία: ήταν στολίδια και ταυτόχρονα φυλαχτά. Ορισμένες πέτρες, όπως το λάπις λάζουλι, είχαν για τους αρχαίους Αιγυπτίους μαγικές ιδιότητες. Μαγικά μοτίβα ήταν οι μορφές των θεών.
ΜΑΚΙΓΙΑΖ. Τα βλέφαρα βάφονταν με πράσινο χρώμα, από τριμμένη μαλακή πέτρα, το μαλαχίτη, καθώς επίσης και με γαλάζιο, από ψήγματα χαλκού. Οι Αιγύπτιες τόνιζαν το περίγραμμα των ματιών τους με μαύρο κολ. Έτσι τα μάτια τους φαίνονταν μεγαλύτερα και προστατεύονταν από τον ήλιο. Τα μάγουλα και τα χείλη τα έβαφαν με κόκκινη ώχρα και έβαφαν επίσης κόκκινα τα νύχια των χεριών και των ποδιών τους. Χρησιμοποιούσαν ειδικές κρέμες για να έχουν φωτεινό πρόσωπο, αλλά και για να αποφύγουν τις ανεπιθύμητες ρυτίδες.
Οι καθρέφτες ήταν απαραίτητοι για το μακιγιάζ και το χτένισμα. Ο αιγυπτιακός καθρέφτης ήταν ένας στρογγυλός, πολύ γυαλιστερός μεταλλικός δίσκος, συνήθως από μπρούντζο. Το σχήμα και η λάμψη του θύμιζε στους Αιγυπτίους το ζωοδότη ήλιο, για αυτό και οι καθρέφτες ήταν σημαντικά θρησκευτικά αντικείμενα που αργότερα διακοσμούσαν το πίσω μέρος τους με ιερά σύμβολα.
Στο προηγούμενο σημείωμα, μιλώντας για τις λέξεις που έχουν την αφετηρία τους σε κύρια ονόματα, έκανα μια φευγαλέα αναφορά στον μεσογειοκεντρικό κόσμο, της εποχής πριν από τον Κολόμβο, που διασώζεται στις λέξεις σαν απολίθωμα. Με αυτή την αφορμή, ας δούμε σε τούτο το σημείωμα μερικές ιστορίες λέξεων που ταξίδεψαν ανάμεσα στα μέρη τα δικά μας, στον αραβικό κόσμο και στη Δύση.
Αν πολλοί θρήνησαν τη συνταξιοδότηση της δραχμής ύστερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας (κάθε άλλο παρά αδιάλειπτης, ωστόσο), δεν αντιλήφθηκα κανέναν να επισημαίνει ότι η δραχμή, κι αν έδωσε τη θέση της στο ευρώ, εξακολουθεί ωστόσο να ζει και βασιλεύει στον αραβικό κόσμο -αν όχι ακριβώς η ίδια, τότε τα εγγονάκια της: μιλάω για το ντιρχάμ (dirham), που είναι η βασική νομισματική μονάδα στο Μαρόκο και στα Αραβικά Εμιράτα, ενώ ως υποδιαίρεση του δηναρίου (dinar) υπάρχει επίσης στη Λιβύη, την Τυνησία και το Κουβέιτ, καθώς και ως υποδιαίρεση του ριάλ στο Κατάρ. Και βέβαια το ντιρχάμ είναι δάνειο από τη δραχμή, και όχι πρόσφατο αλλά πανάρχαιο: το έτος 75 Εγίρας (695 δικό μας) κόπηκαν τα πρώτα ντιρχάμ, που ήταν πάντοτε ασημένια νομίσματα, ενώ τα δηνάρια ήταν χρυσά. Σε μια ιστοσελίδα ισλαμικών σπουδών είδα μάλιστα κάποιον να καυχιέται ότι σήμερα ένα κοτόπουλο κοστίζει 1 περίπου ντιρχάμ, όσο ακριβώς κόστιζε πριν από 1400 χρόνια, στην εποχή του Προφήτη!
Η απόσταση είναι μικρή από το νόμισμα στο μέτρο βάρους· από το ασημένιο νόμισμα ντιρχάμ ή το περσικό ντιράμ, που οι λεβαντίνοι το πρόφερναν ντραμ, φτάνουμε στο μέτρο βάρους, ναι, σωστά το καταλάβατε, το δράμι, που ήταν επίσημο μέτρο βάρους στην Ελλάδα ως υποδιαίρεση της οκάς έως την 1η Ιουλίου 1959 που καταργήθηκε. Το δράμι αντιστοιχούσε σε 3,2 γραμμάρια και η οκά είχε 400 δράμια, εξ ου και η παροιμιακή φράση Τα έχει τετρακόσια, δηλαδή είναι πανέξυπνος και μαζί προσεχτικός, δεν “χάνει”.
Παράδειγμα πολυταξιδεμένης λέξης είναι το γευστικό βερίκοκο -το φρούτο ήρθε από την Κίνα, αλλά οι έλληνες το είπαν αρμενιακόν, επειδή στη γειτονιά μας ήρθε μέσω Αρμενίας. Οι Ρωμαίοι το δανείστηκαν ως pruna armeniaca, αλλά επικράτησε η ονομασία praecoquum -πρώιμο φρούτο, δηλαδή- που περνάει στα ελληνικά της ελληνιστικής εποχής ως πραικόκιον, βρεκόκκιον και βερεκόκκιον, για να σταθεροποιηθεί στο βερικόκκιον και να δώσει το βερίκοκο. Εν τω μεταξύ όμως, οι άραβες δανείστηκαν το βρεκόκκιον και το είπαν μπαρκούκ· κι επειδή, ως φαίνεται, οι άραβες καλλιέργησαν το φρούτο καλύτερα από τους άλλους, την αραβική λέξη αλ μπαρκούκ -όπου αλ είναι το άρθρο- την δανείστηκαν αρχικώς μεν στην ιβηρική χερσόνησο -το ισπανικό albaricoque μαρτυρείται ήδη από το 1330- και ύστερα βορειότερα, στη Γαλλία, κι έτσι γεννήθηκαν όλα τα apricot, albicocco και τα λοιπά.
Ο κάδος του αποστακτηρίου λεγόταν άμβιξ και άμβυξ στα αρχαία ελληνικά και από εκεί τον δανείστηκαν οι άραβες ως αλ-αμπίκ. Η λέξη πέρασε στα ισπανικά, alambique, στα γαλλικά ως alambic και στα ιταλικά, lambicco -και επέστρεψε στα ελληνικά ως λαμπίκος ο αποστακτήρας, κι επειδή οι ωραίοι παλιοί μπρούτζινοι αποστακτήρες και έλαμπαν αλλά και λαμπικάριζαν (διαύγαζαν) τα αποστάγματα, με παρετυμολογία από το λάμπω έχουμε και τις φράσεις “το έκανα λαμπίκο” των διαφημίσεων απορρυπαντικών, για κάτι που αστράφτει από καθαριότητα.
Το φάρμακο το τριμμένο σε σκόνη, ας πούμε για την επούλωση των πληγών, που οι παλιότεροι το έλεγαν σκονάκι, λεγόταν στα ελληνικά της ελληνιστικής εποχής ξηρίον. Το δανείστηκαν οι άραβες ως αλ-ικσίρ (οι άραβες, όπως και οι τούρκοι αντιπαθούν τα διπλά σύμφωνα με σίγμα στην αρχή της λέξης) αλλά η σημασία διολίσθησε αρκετά μια και έφτασε να σημαίνει τη φιλοσοφική λίθο και με τη σημασία αυτή το δανείστηκαν οι δυτικοί, ως elixir και elixir στα μεσαιωνικά λατινικά και elisire στα ιταλικά ή ιlixir στα γαλλικά απ’ όπου βέβαια το πήραμε κι εμείς -αν και βέβαια σήμερα η λέξη δηλώνει αποκλειστικώς υγρά, αιθέρια έλαια, εκχυλίσματα, βάμματα, πάντως υγρά πάντοτε, ενώ αρχικά το ξηρίον ήταν, όνομα και πράγμα, κατάξερο!
Όμως, παρόμοια με το ελιξίριο σημασιολογική ολίσθηση έπαθε και το αλκοόλ, που εμείς το πήραμε βέβαια από το γαλλικό alcool, αλλά η προέλευσή του, όπως προδίνει το αρχικό αλ- είναι αραβική -μέσω των μεσαιωνικών λατινικών από το αραβικό αλ-κουλ, που είναι το τριμμένο σε σκόνη αντιμόνιο· στα λατινικά η λέξη απομακρύνεται από το αντιμόνιο και δηλώνει κάθε σκόνη που προκύπτει από χημική διεργασία, το απόσταγμα, το πνεύμα μιας ουσίας, και κατ’ αναλογία το οινόπνευμα ονομάζεται στα μεσαιωνικά λατινικά vini alcohol, το “πνεύμα του οίνου”.
Είπαμε πιο πάνω για τη σκόνη του αντιμονίου, που έδωσε τη λέξη αλκοόλ. Για το αντιμόνιο, που είναι στα γαλλικά antimoine, υπάρχει μια γουστόζικη ιστορία, ότι ονομάστηκε έτσι όταν ένα μοναστήρι ολόκληρο ξεκληρίστηκε ύστερα από ομαδική δηλητηρίαση με αντιμόνιο· moine ο καλόγερος, αντικαλογερικό παναπεί. Όποιος έχει έστω και λιγοστή πείρα από ετυμολογία, αμέσως καταλαβαίνει ότι τέτοιες ιστορίες είναι ωραίες να τις διηγείσαι αλλά εννιά στις δέκα φορές καμιά σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Έτσι κι εδώ, συν τοις άλλοις επειδή στο ιταλικό antemonio και στο μεσαιωνικό λατινικό antimonium, που μαρτυρούνται πριν από το γαλλικό, δεν υπάρχει ίχνος καλόγερων. Απ’ ό,τι φαίνεται, εν αρχή ην το κοπτικό stemκαι το αιγυπτιακό sdm, είδος σκόνης από άλατα αντιμονίου που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες από πολύ παλιά για να βάφουν τα μάτια τους. Αυτό έδωσε το ελληνικό στίμμι ή στίβι που πέρασε στα λατινικά ως stibium και γι’ αυτό στο περιοδικό σύστημα το αντιμόνιο συμβολίζεται με τα γράμματα “sb”. Όμως, το στίμμιον πέρασε επίσης στα αραβικά -αλ-ιτμίντ, αν θυμηθούμε την αντιπάθεια των αράβων στα συμφωνικά συμπλέγματα του σίγμα στην αρχή των λέξεων. Και από εκεί, πιθανώς μέσω κάποιου αμάρτυρου τύπου όπως *athimodium, φτάνουμε στο μεσαιωνικό λατινικό antimonium.
Η παρετυμολογία είναι πολύ συχνό φαινόμενο και έδρασε σε μιαν άλλη αραβογενή λέξη, τον παπαγάλο, ο οποίος κάθε άλλο παρά αραβικής αρχής φαίνεται, και όμως είναι· άλλωστε, το πουλί οι άραβες και γενικώς οι ανατολίτες το εξημέρωσαν πρώτοι, και το είπαν μπαμπαγκά. Από εκεί περνάει στο Βυζάντιο, ως παπαγάς και από εκεί πιο δυτικά, στην Ιταλία, όπου η παρετυμολογία με το gallo (= πετεινός) γεννάει το pappagallo, απ’ όπου επανέκαμψε στα ελληνικά ως παπαγάλος, αντιδάνειο δηλαδή κι αυτό.
Αλλοτε πάλι τα λατινικά ήταν το σημείο εκκίνησης της γλωσσικής αλυσίδας: το castrum, ας πούμε, που εμείς το πήραμε ως κάστρον και το δανείσαμε με τη σειρά μας στους άραβες που το είπανκασρ -θα θυμάστε το Ουμ Κασρ του πρόσφατου πολέμου, που δικαίωσε την ετυμολογία του, καθώς μέρες πολλές ανακοίνωναν τα προπαγανδιστικά πρακτορεία των εισβολέων την κατάληψη της μικρής πόλης χωρίς να την έχουν ολότελα κυριεύσει. Το αραβικό λοιπόν κασρ ξαναγύρισε στα ιταλικά ως cassaro και στα ελληνικά κάσαρο, το &πρυμναίο τμήμα του καταστρώματος, που καθώς είναι ανυψωμένο θυμίζει όντως κάστρο· με το άρθρο μαζί, αλ-κασρ, η ίδια λέξη περνάει στα ισπανικά, όπου alcazar είναι μέρος οχυρό, φρούριο -κι αν μας διαβάζει κάποιος Λαρισαίος μπορεί να μας διαφωτίσει γιατί άραγε το γήπεδο της ΑΕ Λάρισας έχει βαφτιστεί Αλκαζάρ; άραγε είναι κάστρο άπαρτο στα εντός έδρας παιχνίδια ή υπάρχει άλλος λόγος;
Ελληνοαραβικοί γλωσσικοί δανεισμοί – Οι σελίδες του Νίκου Σαραντάκου